- πεντάπρακτος
- η , ο [ος , ον ], πεντάπραχτος, η , ο театр, в пяти актах, действиях
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάπρακτος — και πεντάπραχτος, η, ο (για θεατρικά έργα) αυτός που αποτελείται από πέντε πράξεις ή αυτός που εξελίσσεται σε πέντε πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πράξη (πρβλ. μονό πρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Βλ. Γαβριηλίδη] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek